- διανεύω
- (AM διανεύω) [νεύω]κάνω νεύματα με το κεφάλι ή τα χέρια, γνέφωνεοελλ.1. κινώ2. τακτοποιώ, διαχειρίζομαι3. σχετίζομαιαρχ.-μσν.(-ομαι)1. περνώ τον καιρό μου2. συμπεριφέρομαιαρχ.αποφεύγω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διανεύω — nod pres subj act 1st sg διανεύω nod pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανεύω — διάνεψα, γνέφω, κάνω νεύμα: Μου διάνεψε να μιλήσω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διανευόντων — διανεύω nod pres part act masc/neut gen pl διανεύω nod pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανεύει — διανεύω nod pres ind mp 2nd sg διανεύω nod pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανεύομεν — διανεύω nod pres ind act 1st pl διανεύω nod imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανεύοντα — διανεύω nod pres part act neut nom/voc/acc pl διανεύω nod pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανεύοντι — διανεύω nod pres part act masc/neut dat sg διανεύω nod pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανεύουσι — διανεύω nod pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διανεύω nod pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανεύουσιν — διανεύω nod pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διανεύω nod pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανεύσοντα — διανεύω nod fut part act neut nom/voc/acc pl διανεύω nod fut part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)